Στύρφακα 1

Iερό Δήμητρας και πάρεδρων θεοτήτων

Κατά τα έτη 2010-2012, στο πλαίσιο κατασκευής του αυτοκινητοδρόμου Κεντρικής Ελλάδας Ε 65, διενεργήθηκε ανασκαφική έρευνα στη θέση «Παλαιοχώρι» Στύρφακας, η οποία έφερε στο φως τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μιας σημαντικής αρχαίας εγκατάστασης παντελώς άγνωστης μέχρι τότε. Η σημασία του αρχαιολογικού χώρου ενισχύεται από το γεγονός ότι στην ευρύτερη περιοχή της Δ.Ε. Στύρφακας, δεν είχε διενεργηθεί στο παρελθόν, άλλη ανασκαφική έρευνα. Η θέση βρίσκεται σε ένα από τα χαρακτηριστικά οδικά περάσματα της Όθρυος, τα οποία διευκόλυναν την επικοινωνία από την κοιλάδα του Σπερχειού στη Θεσσαλία.

Τα ευρήματα των κεντρικών χώρων του ανατολικού κτηρίου καταδεικνύουν την ύπαρξη ιερού Δήμητρας και «πάρεδρων» θεοτήτων (Κόρης, Πλούτωνα, Αφροδίτης). Τα μεγάλα δωμάτια του ορθογώνιου κτηρίου Α στον κεντρικό άξονα του αυτοκινητοδρόμου αποτελούσαν κατάλληλους χώρους για φιλοξενία πολλών ατόμων. Το βορειοανατολικό κτήριο Β ταυτίζεται με χώρο εστίασης, προετοιμασίας και παρασκευής της τροφής, «κουζίνα».

Η ακμή του ιερού της Δήμητρας και των «πάρεδρων» θεοτήτων χρονολογείται από τους ύστερους κλασικούς χρόνους και κορυφώνεται κατά την Ελληνιστική περίοδο (τέλη του 4ου έως τις αρχές 1ου αι. π.Χ.). Ενεπίγραφα όστρακα μελαμβαφών σκύφων του τέλους του 5ου αι. π.Χ. με ονόματα αναθετών (ή χρηστών) καταδεικνύουν την αρχική χρήση του χώρου ως ιερού. Ενδεικτικά ευρήματα του ιερού αποτελούν τα ειδώλια, – κεφάλι γυναικείας μορφής, Δήμητρας, με πόλο, σύμπλεγμα Πλούτωνα και Περσεφόνης σε ανάκλιντρο με κέρας της Αμαλθείας, τμήματα ειδωλίου Αφροδίτης- τα διακοσμητικά ομοιώματα φυτών και ζώων, οι λύχνοι και τα αγγεία διαφόρων περιόδων, που σηματοδοτούν την ιστορία του ιερού. Η ομάδα αναθηματικών, ενσφράγιστων επί το πλείστον αγνύθων διαφόρων σχημάτων και μεγεθών, οι μεταλλικοί αναθηματικοί κρίκοι – εξαρτήματα ενδυμασίας, τα δακτυλίδια, τα γεωργικά εργαλεία και τα πολλά νομίσματα από διάφορες αρχαίες πόλεις και κοινά, υποδηλώνουν έναν πολυσύχναστο χώρο.

Στον κεντρικό άξονα του αυτοκινητόδρομου Ε65 αποκαλύφθηκε μεγάλο ορθογώνιο Κτήριο Α, Ελληνιστικής εποχής (τέλος 3ου αι. π.Χ. – 2ος αι. π.Χ.), με δύο εσωτερικούς χώρους, όπου βρέθηκε μεγάλη εστία, θρανίο και ορθογώνια κατασκευή από όστρακα.

Στο βορειοανατολικό Κτήριο Β, το οποίο ήταν σε χρήση από το τέλος του 3ου αι. π.Χ. και κυρίως στον 2ο αι. π.Χ., αποκαλύφτηκαν αποθηκευτικές κατασκευές και εστίες, τετράγωνες ή ημικυκλικές, για τροφοπαρασκευή, χώροι εργασίας και εστίασης.

Το ανατολικό Κτήριο Γ του ιερού διαταράχτηκε και αποδομήθηκε κατά την ύστερη αρχαιότητα (4ος-5ος αι. μ.Χ.). Το οικοδομικό υλικό χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή των τάφων υστερορωμαϊκού νεκροταφείου, όπου ανασκάφτηκαν 22 λακκοειδείς απλοί και 9 ελλειψοειδείς ακτέριστοι τυμβοειδείς τάφοι, που οριοθετούνταν από σειρά αργών λίθων.