Νομίσματα και νομισματική κυκλοφορία

Το νόμισμα αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών για τον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό κόσμο και η έκδοσή τους από επίσημες αρχές (πόλεις, Κοινά, έθνη, ηγεμόνες) τα καθιστά σύμβολα και φορείς μηνυμάτων.

Η επινόηση του νομίσματος διευκόλυνε τις συναλλαγές και απλούστευσε τα προϋπάρχοντα μέσα, λόγω του μικρού του όγκου και των συμβόλων στην επιφάνειά του. Οι ελληνικές πόλεις χρησιμοποίησαν τα σύμβολά τους (ήρωες, θεούς, ζώα, φυτά κτλ.) για να σηματοδοτήσουν τα νομίσματα και παρά τη λακωνικότητα των επιμέρους στοιχείων τους, παρέχουν πληροφορίες για την ιστορία της καλλιτεχνικής δημιουργίας της εποχής κοπής τους, τη νομισματική πολιτική, τα ιστορικά ή μυθολογικά γεγονότα και τις εμπορικές επαφές. Δικαίως λοιπόν τα νομίσματα θεωρούνται αριστουργήματα της αρχαίας μικροτεχνίας και σφραγιστικής.

Το πολύτιμο μέταλλο έδινε την αξία, το μικρό σχήμα διευκόλυνε τη μεταφορά και το σύμβολο της κάθε εκδίδουσας αρχής έδινε την εγγύηση για το βάρος και την αυθεντικότητά του.

Νόμισμα έκοψαν οι περισσότερες ανεξάρτητες μεγάλες πόλεις σε συγκεκριμένους χώρους, τα επονομαζόμενα νομισματοκοπεία. Τα Κοινά που δημιουργήθηκαν κατά την ελληνιστική περίοδο κυκλοφορούσαν νόμισμα το οποίο έκοβε η έδρα του Κοινού. Οι πόλεις – κράτη και οι ηγεμόνες προχωρούσαν στην έκδοση νομισμάτων, για να εδραιώσουν την αυτονομία και την κυριαρχία τους, καθώς και για να διευκολύνουν τις οικονομικές συναλλαγές. Συνήθως τα ελληνικά κράτη επέβαλαν τη χρήση των νομισμάτων που εξέδιδαν εντός των ορίων της εδαφικής τους επικράτειας, αλλά δεν απέκλειαν την κυκλοφορία κοπών και άλλων πόλεων, όμως την περιόριζαν με τη λήψη σχετικών μέτρων.

Στο χώρο της ανασκαφής του ιερού της Δήμητρας και των συνοδών χώρων του, βρέθηκαν νομίσματα από το Βορρά (Αμφίπολη, Μακεδονία) και έφταναν ως την Αχαϊκή Συμπολιτεία προς Νότο, δεδομένο που αποτελεί τεκμήριο της ευρύτατης νομισματικής κυκλοφορίας στο ιερό. Η παρουσία νομισμάτων από το Κοινό των Αιτωλών, των Θεσσαλών και τη Μακεδονία όπως και τα αργυρά νομίσματα της Σικυώνας και της Χαλκίδας καταδεικνύουν τη σημασία του ιερού. Επιπλέον, βάσει των νομισματικών μαρτυριών διαφαίνεται η χρήση μια σημαντικής οδικής αρτηρίας που ένωνε την Νότια με τη Βόρεια Ελλάδα, η χρήση της οποίας ανάγεται ήδη από τον 4ο αι. π. Χ.

Συχνά η νομισματική κυκλοφορία σε ένα ιερό παρέχει πληροφορίες για την προέλευση των επισκεπτών – λατρευτών, καταδεικνύοντας και της μικρής κλίμακας συναλλαγές που γίνονταν σε αυτό. Η έλευση των επισκεπτών συνεπάγεται εξασφάλιση τροφής, καταλύματος αλλά και προμήθεια σφαγίων για θυσία.

Εν κατακλείδι, τα νομίσματα, αν και ήταν προϊόντα μαζικής παραγωγής, αποτελούν πρωτογενή πηγή γνώσης του παρελθόντος και επιδεικνύουν αντοχή στο χρόνο και αφήγηση της ιστορημένης στιγμής. Παρέχουν πληροφορίες για την ιστορία της καλλιτεχνικής δημιουργίας της εποχής κοπής τους και οι παραστάσεις στην επιφάνειά τους «μαρτυρούν» χαμένα αριστουργήματα και αρχιτεκτονήματα. Η γνωστική αξία που προσδίδουν τα νομίσματα δημιουργεί ένα πλαίσιο αναφοράς για θέματα πολιτιστικού και οικονομικού χαρακτήρα.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Τσέλεκας, Π. (2017). Χρήμα και Τέχνη στο Χρήμα. Σύμβολα απτά στην αρχαία Ελλάδα, Αθήναι, 2017, σ. 137-147

Ανδρέου, Α., Τσέλεκας, Π. (2017). Νόμισμα και αρχαία ελληνικά ιερά στην Πελοπόννησο στο Οβολός 10, Το νόμισμα στην Πελοπόννησο, Αθήνα, BCH, A’ (57)

Ευγενίδου, Δ. κ.α. (2008). Το νόμισμα στον αρχαίο ελληνικό κόσμο στο Η ιστορία του νομίσματος, Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού – Νομισματικό Μουσείο, σ. 15-40